Διαφθείρω στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαφθείρω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bederven, verderven, ontaarden, corrumperen, doen ontaarden
Διαφθείρω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφθείρω

διαφθείρω αοριστοσ, διαφθείρω αρχικοι χρονοι αρχαια, διαφθείρω αρχικοι χρονοι, διαφθείρω λεξικο, διαφθείρω συνώνυμο, διαφθείρω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαφθείρω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαφημίζω στα ολλανδικά - verspreiden, aandienen, adverteren, aankondigen, reclame, adverteer, reclame maken, ...
  • διαφημιστικός στα ολλανδικά - aankondiging, advertentie, reclame, bericht, adverteren, advertising, de reclame
  • διαφθορά στα ολλανδικά - corruptie, bederf, van corruptie, de corruptie, corruptie te, beschadiging
  • διαφορά στα ολλανδικά - redetwist, twistgesprek, verschil, kwestie, dispuut, onderscheid, tijdsverschil, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφθείρω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bederven, verderven, ontaarden, corrumperen, doen ontaarden