Αλλοιώνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: αλλοιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bederven, alloiono
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλλοιώνω
αλλοιώνω συνώνυμο, αλλοιώνω μεταφραση, αλλοιώνω english, αλλοιώνω συνώνυμα, αλλοιώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αλλοιώνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αλλοίωση στα ολλανδικά - kwetsuur, achteruitgang, verslechtering, bederf, verslechtering van, aantasting
- αλλοδαπός στα ολλανδικά - vreemdeling, buitenlands, buitenlander, uitheems, ijselijk, vreemd, onwennig, ...
- αλλοπρόσαλλος στα ολλανδικά - onberekenbaar, nukkig, grillig, grillige, onregelmatig, onregelmatige, foutieve
- αλλοτριώνω στα ολλανδικά - vervreemdt, vervreemd
Τυχαίες λέξεις
Αλλοιώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bederven, alloiono
Μεταφράσεις: bederven, alloiono