Bedrevenheid στα ελληνικά

Μετάφραση: bedrevenheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκτηση, πραγματογνωμοσύνη, τέχνη, διενέργεια, απόκτημα, επιδεξιότητα, ικανότητα, φιλοτεχνία, expertness, κλάδου με, του κλάδου με
Bedrevenheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bedremmeld στα ελληνικά - ταραγμένος, αναστατώνω, σαστισμένα, εν ζάλη
  • bedreven στα ελληνικά - προχωρημένος, έντεχνος, έξυπνος, επιδέξιος, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, επιτήδειος, ...
  • bedriegen στα ελληνικά - φενακίζω, εξαπατώ, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, ...
  • bedrieger στα ελληνικά - πλαστογραφία, κράζω, καμποτίνος, κάλπικος, πλαστός, δόλος, αγύρτης, ...
Τυχαίες λέξεις
Bedrevenheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκτηση, πραγματογνωμοσύνη, τέχνη, διενέργεια, απόκτημα, επιδεξιότητα, ικανότητα, φιλοτεχνία, expertness, κλάδου με, του κλάδου με