Πραγματογνωμοσύνη στα ολλανδικά
Μετάφραση: πραγματογνωμοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaardigheid, handigheid, bedrevenheid, vlugheid, slag, expertise, deskundigheid, kennis, ervaring, knowhow
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πραγματογνωμοσύνη
πραγματογνωμοσύνη στα αγγλικά, πραγματογνωμοσύνη english, πραγματογνωμοσύνη μηχανικού, πραγματογνωμοσύνη τεε, πραγματογνωμοσύνη κπολδ, πραγματογνωμοσύνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πραγματογνωμοσύνη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πραγματικά στα ολλανδικά - waarachtig, inderdaad, echt, metterdaad, heus, werkelijk, erg, ...
- πραγματικός στα ολλανδικά - feitelijk, echt, heel, reëel, effectief, werkelijk, erg, ...
- πραγματοποίηση στα ολλανδικά - realisatie, besef, verwezenlijking, realiseren, uitvoering
- πραγματοποιώ στα ολλανδικά - verwerven, behalen, bereiken, treffen, verkrijgen, inhalen, realiseren, ...
Τυχαίες λέξεις
Πραγματογνωμοσύνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vaardigheid, handigheid, bedrevenheid, vlugheid, slag, expertise, deskundigheid, kennis, ervaring, knowhow
Μεταφράσεις: vaardigheid, handigheid, bedrevenheid, vlugheid, slag, expertise, deskundigheid, kennis, ervaring, knowhow