Begaan στα ελληνικά
Μετάφραση: begaan, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσμεύω, κάνω, διαπράττω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Μεταφράσεις
- begaafd στα ελληνικά - ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
- begaafdheid στα ελληνικά - προικοδότηση, δώρο, χάρισμα, ταλέντο, δωρεά, προτέρημα, ικανότητα, ...
- begeerlijk στα ελληνικά - επιθυμητός, επιθυμητό, επιθυμητή, επιθυμητές, επιθυμητά
- begeerte στα ελληνικά - όρεξη, έλλειψη, επιθυμία, εύχομαι, μακάρι, ευχή, προθυμία, ...
Τυχαίες λέξεις
Begaan στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσμεύω, κάνω, διαπράττω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Μεταφράσεις: δεσμεύω, κάνω, διαπράττω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται