Begunstiging στα ελληνικά

Μετάφραση: begunstiging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρουσφέτι, προστασία, ευνοώ, χάρη, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ
Begunstiging στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • begroten στα ελληνικά - τιμή, εκτιμώ, υπολογίζω, αναλογία, αξιολογώ, εκτίμηση, εκτίμησης, ...
  • begroting στα ελληνικά - εκτίμηση, προϋπολογισμός, υπολογίζω, ιδέα, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, ...
  • behaaglijk στα ελληνικά - ευάρεστος, τερπνός, ωραίος, άνετος, άνετα, άνετο, άνετη, ...
  • behaagziek στα ελληνικά - φιλάρεσκος, τσαχπίνικος, φιλάρεσκοι, αισθησιακή, φιλάρεσκη
Τυχαίες λέξεις
Begunstiging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρουσφέτι, προστασία, ευνοώ, χάρη, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ