Behendig στα ελληνικά
Μετάφραση: behendig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξυπνος, επιδέξιος, εμπειρογνώμων, αγαθός, ειδικός, προχωρημένος, εμπειρογνώμονας, επιτήδειος, καλός, σβέλτος, ικανός, ευκίνητος, εύστροφος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beheerser στα ελληνικά - αυτεξούσιος, ρίγα, ανεξάρτητος, χάρακας, αυτόνομος, ηγεμόνας, κυρίαρχος, ...
- behelzen στα ελληνικά - συμπεριλαμβάνω, ενσωματώνω, αναχαιτίζω, περιέχω, περιλαμβάνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, ...
- beheren στα ελληνικά - φροντίζω, διευθύνω, μεταχειρίζομαι, έλεγχος, διοικώ, καταφέρνω, εξουσιάζω, ...
- behoeden στα ελληνικά - εκτός, αποκρούω, προστατεύω, ξαλαφρώνω, διασώζω, αποταμιεύω, ανακουφίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Behendig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξυπνος, επιδέξιος, εμπειρογνώμων, αγαθός, ειδικός, προχωρημένος, εμπειρογνώμονας, επιτήδειος, καλός, σβέλτος, ικανός, ευκίνητος, εύστροφος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη
Μεταφράσεις: έξυπνος, επιδέξιος, εμπειρογνώμων, αγαθός, ειδικός, προχωρημένος, εμπειρογνώμονας, επιτήδειος, καλός, σβέλτος, ικανός, ευκίνητος, εύστροφος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη