Behulpzaam στα ελληνικά
Μετάφραση: behulpzaam, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
![Behulpzaam στα ελληνικά Behulpzaam στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-nl-gr-1193.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- behouden στα ελληνικά - κατακρατώ, ανακουφίζω, εξακολουθώ, διασώζω, διάσωση, κατευνάζω, διατείνομαι, ...
- behoudend στα ελληνικά - συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών
- beieren στα ελληνικά - κωδωνοκρουσία, ηχώ, κρούω, βροντώ, βρόντος
- beige στα ελληνικά - μπεζ, μπέζ, υπόφαιο
Τυχαίες λέξεις
Behulpzaam στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο