Benutten στα ελληνικά
Μετάφραση: benutten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, εφαρμόζω, βάζω, χρησιμοποιώ, αιτούμαι, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- benoorden στα ελληνικά - άνω, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά
- benul στα ελληνικά - σκεφτόμουν, νόμιζα, σκέψη, ιδέα, ένδειξη, ιδέα για, γρίφος, ...
- benzine στα ελληνικά - βενζίνη, αέριο, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
- beoefenaar στα ελληνικά - οπαδός, υποστηρικτής, επιτήδειος, επιδέξιος, επαγγελματίας, επαγγελματία, ιατρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Benutten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, εφαρμόζω, βάζω, χρησιμοποιώ, αιτούμαι, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: χρήση, εφαρμόζω, βάζω, χρησιμοποιώ, αιτούμαι, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση