Benzine στα ελληνικά

Μετάφραση: benzine, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βενζίνη, αέριο, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Benzine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • benul στα ελληνικά - σκεφτόμουν, νόμιζα, σκέψη, ιδέα, ένδειξη, ιδέα για, γρίφος, ...
  • benutten στα ελληνικά - χρήση, εφαρμόζω, βάζω, χρησιμοποιώ, αιτούμαι, χρήσης, τη χρήση, ...
  • beoefenaar στα ελληνικά - οπαδός, υποστηρικτής, επιτήδειος, επιδέξιος, επαγγελματίας, επαγγελματία, ιατρός, ...
  • beoefenen στα ελληνικά - ασκώ, κάνω, άσκηση, πρακτική, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, ...
Τυχαίες λέξεις
Benzine στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βενζίνη, αέριο, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη