Bespotten στα ελληνικά
Μετάφραση: bespotten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χλευάζω, σαρκάζω, περιγελώ, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα
Μεταφράσεις
- bespoedigen στα ελληνικά - φόρα, επισπεύδω, επιταχύνω, ταχύτητα, τρέχω, επιταχύνουν, επιταχύνει, ...
- bespottelijk στα ελληνικά - περίγελος, χαζός, γελοίος, γελοίο, γελοία, γελοίες, αστείο
- bespreken στα ελληνικά - ανασκοπώ, εφεδρεία, κρατώ, διαφωνία, αμπάρι, εφεδρικός, διεκδικώ, ...
- bespreking στα ελληνικά - συζήτηση, λέξη, συζήτησης, συζητήσεις, συζητήσεων, τη συζήτηση
Τυχαίες λέξεις
Bespotten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χλευάζω, σαρκάζω, περιγελώ, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα
Μεταφράσεις: χλευάζω, σαρκάζω, περιγελώ, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα