Betreurenswaardig στα ελληνικά

Μετάφραση: betreurenswaardig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγγνώμη, θλιβερός, ατυχής, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, οικτρός, λυπηρό, λυπηρή, λυπηρό το γεγονός, δυστυχώς, λυπηρό το
Betreurenswaardig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • betrekking στα ελληνικά - κατανόηση, γραφείο, σταθμός, σκοπός, ρόλος, μέρος, τόπος, ...
  • betreuren στα ελληνικά - φθονώ, απήγανος, λύπη, λυπάμαι, μετανιώνω, μετανιώσετε, λυπούμαι
  • betrokken στα ελληνικά - ζοφερός, σκοτεινός, μπλε, αυστηρός, μουχρός, σκούρος, απαισιόδοξος, ...
  • betrouwbaar στα ελληνικά - αξιόπιστος, φερέγγυος, εχέγγυος, συνεπής, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, ...
Τυχαίες λέξεις
Betreurenswaardig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγγνώμη, θλιβερός, ατυχής, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, οικτρός, λυπηρό, λυπηρή, λυπηρό το γεγονός, δυστυχώς, λυπηρό το