Θλιβερός στα ολλανδικά
Μετάφραση: θλιβερός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ernstig, spijtig, onheilspellend, bedenkelijk, betreurenswaardig, akelig, drear, woest
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θλιβερός
μανώλης θλιβερός, θλιβερός συνώνυμα, θλιβερός χειμώνας, θλιβερός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θλιβερός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- θλίψη στα ολλανδικά - ellende, droefheid, verdriet, leed, lijden, nood, smart, ...
- θλιβερά στα ολλανδικά - triest, verdrietig, droevig, jammerlijk, woefully, bedroevend, hopeloos, ...
- θνησιμότητα στα ολλανδικά - sterfte, sterftecijfer, sterfelijkheid, mortaliteit, de sterfte
- θνητός στα ολλανδικά - snuiter, sujet, vent, knul, kerel, menselijk, persoon, ...
Τυχαίες λέξεις
Θλιβερός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ernstig, spijtig, onheilspellend, bedenkelijk, betreurenswaardig, akelig, drear, woest
Μεταφράσεις: ernstig, spijtig, onheilspellend, bedenkelijk, betreurenswaardig, akelig, drear, woest