Betuiging στα ελληνικά

Μετάφραση: betuiging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκφραση, διευθετώ, ανακοίνωση, αποφασίζω, εξαγγελία, δήλωση, κήρυξη, κατάσταση, λύνω, διαμαρτύρηση, διακήρυξη, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίας
Betuiging στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • betrouwbaar στα ελληνικά - αξιόπιστος, φερέγγυος, εχέγγυος, συνεπής, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, ...
  • betuigen στα ελληνικά - επικυρώνω, εκφράζω, διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, διατυπώνω, δηλώνω, μάρτυρας, ...
  • betwijfelen στα ελληνικά - αμφιβάλλω, αμφιβολία, αμφισβητώ, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση
  • betwistbaar στα ελληνικά - συζητήσιμος, ανακινώ, αμφισψητήσιμο, αμφισβητήσιμο, άνευ αντικειμένου
Τυχαίες λέξεις
Betuiging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκφραση, διευθετώ, ανακοίνωση, αποφασίζω, εξαγγελία, δήλωση, κήρυξη, κατάσταση, λύνω, διαμαρτύρηση, διακήρυξη, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίας