Bevinding στα ελληνικά
Μετάφραση: bevinding, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεγονός, σημασία, θέμα, συνέπεια, άθλημα, τεύχος, αποτέλεσμα, επίπτωση, κατάληξη, έκβαση, πόρισμα, εύρεση, διαπίστωση, εύρημα, διαπιστώσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bevestiging στα ελληνικά - διαβεβαίωση, επιβεβαίωση, επιβεβαίωσης, την επιβεβαίωση, επιβεβαίωση της, βεβαίωση
- bevinden στα ελληνικά - βρίσκω, εύρημα, ανεύρεση, εξακριβώνω, διαπιστώνω, βρείτε, βρει, ...
- bevlieging στα ελληνικά - καπρίτσιο, ορμή, ιδιοτροπία, καπρίτσια, φαντασιοπληξία
- bevloeien στα ελληνικά - νερό, ποτίζω, ύδωρ, αρδεύω, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Bevinding στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεγονός, σημασία, θέμα, συνέπεια, άθλημα, τεύχος, αποτέλεσμα, επίπτωση, κατάληξη, έκβαση, πόρισμα, εύρεση, διαπίστωση, εύρημα, διαπιστώσεως
Μεταφράσεις: γεγονός, σημασία, θέμα, συνέπεια, άθλημα, τεύχος, αποτέλεσμα, επίπτωση, κατάληξη, έκβαση, πόρισμα, εύρεση, διαπίστωση, εύρημα, διαπιστώσεως