Bevloeien στα ελληνικά

Μετάφραση: bevloeien, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νερό, ποτίζω, ύδωρ, αρδεύω, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει
Bevloeien στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bevinding στα ελληνικά - γεγονός, σημασία, θέμα, συνέπεια, άθλημα, τεύχος, αποτέλεσμα, ...
  • bevlieging στα ελληνικά - καπρίτσιο, ορμή, ιδιοτροπία, καπρίτσια, φαντασιοπληξία
  • bevloeiing στα ελληνικά - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
  • bevochtigen στα ελληνικά - ύδωρ, νερό, υγραίνω, ποτίζω, υγράνετε, βρέξτε, υγραίνεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Bevloeien στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νερό, ποτίζω, ύδωρ, αρδεύω, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει