Bevoelen στα ελληνικά

Μετάφραση: bevoelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υφή, νόημα, νιώθω, σωφροσύνη, αίσθημα, εμπειρία, αισθάνομαι, ψαχουλεύω, ψηλαφώ, ψηλαφίζουμε, ψηλαφούν, ψάχνουμε να βρούμε, ψηλαφήσει
Bevoelen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bevoegdheid στα ελληνικά - δικαίωμα, δεξιός, κύρος, σωστός, εξουσία, αυθεντία, πρόκριση, ...
  • bevoegdheidsverklaring στα ελληνικά - δήλωση αρμοδιότητας, δήλωση αρμοδιότητας που, δήλωσης αρμοδιότητας, δήλωση περί αρμοδιότητας, δήλωση αρμοδιότητας η
  • bevolking στα ελληνικά - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
  • bevoorraden στα ελληνικά - προσφέρω, παροχή, χορήγηση, επιπλώνω, παρέχω, προμηθεύω, καθιστώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Bevoelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υφή, νόημα, νιώθω, σωφροσύνη, αίσθημα, εμπειρία, αισθάνομαι, ψαχουλεύω, ψηλαφώ, ψηλαφίζουμε, ψηλαφούν, ψάχνουμε να βρούμε, ψηλαφήσει