Νόημα στα ολλανδικά
Μετάφραση: νόημα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betekenis, betasten, bevoelen, zintuig, zin, betekent, wat betekent, betekent dat, wat betekent dat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νόημα
νόημα παλυβού, νόημα ζηνα, νόημα των χριστουγέννων, νόημα συνώνυμα, νόημα στη ζωή, νόημα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νόημα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- νωρίς στα ολλανδικά - vroegtijdig, pril, vroeg, vroege, begin, begin van
- νωχελής στα ολλανδικά - lui, indolent, indolente, traag, luie
- νόμιζα στα ολλανδικά - benul, begrip, zin, advies, opinie, voorstelling, oordeel, ...
- νόμιμα στα ολλανδικά - wettelijk, legaal, juridisch, rechtsgeldig, wettig
Τυχαίες λέξεις
Νόημα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: betekenis, betasten, bevoelen, zintuig, zin, betekent, wat betekent, betekent dat, wat betekent dat
Μεταφράσεις: betekenis, betasten, bevoelen, zintuig, zin, betekent, wat betekent, betekent dat, wat betekent dat