Ψαχουλεύω στα ολλανδικά
Μετάφραση: ψαχουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voelen, betasten, bevoelen, tasten, hij, dat hij, hem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψαχουλεύω
ψαχουλεύω στα αγγλικα, ψαχουλεύω συνώνυμα, ψαχουλεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψαχουλεύω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ψαλμός στα ολλανδικά - psalm, de psalm, Psalmen, Ps, van de psalm
- ψαρόνι στα ολλανδικά - spreeuw, starling, het starling, van Starling, spreeuwen
- ψείρα στα ολλανδικά - luis, louse, luizen, luizenbestrijding
- ψεγάδι στα ολλανδικά - smet, gebrek, volkomen, vlek, blemish
Τυχαίες λέξεις
Ψαχουλεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voelen, betasten, bevoelen, tasten, hij, dat hij, hem
Μεταφράσεις: voelen, betasten, bevoelen, tasten, hij, dat hij, hem