Εμπειρία στα ολλανδικά

Μετάφραση: εμπειρία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belevenis, bevoelen, betasten, ondervinding, aanvoelen, ervaring, gevoelen, gewaarworden, ervaringen, de ervaring
Εμπειρία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπειρία

εμπειρία εκδοτική, εμπειρία ζωής, εμπειρία ετυμολογία, εμπειρία και εκπαίδευση dewey, εμπειρία συνώνυμα, εμπειρία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμπειρία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εμπαικτικός στα ολλανδικά - spotachtig, spottende, spottend, spot, bespotten
  • εμπεδώνω στα ολλανδικά - empedono
  • εμπειρογνώμονας στα ολλανδικά - vakman, behendig, expert, handig, bekwaam, vaardig, raadsman, ...
  • εμπειρογνώμων στα ολλανδικά - expert, raadsman, bedreven, behendig, deskundige, deskundig, vakman, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπειρία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: belevenis, bevoelen, betasten, ondervinding, aanvoelen, ervaring, gevoelen, gewaarworden, ervaringen, de ervaring