Beweging στα ελληνικά

Μετάφραση: beweging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλεύω, πτερυγίζω, γνέφω, ανακατεύω, ντόρος, πρόταση, μετακομίζω, κίνημα, φασαρία, αναστάτωση, ενόχληση, κίνηση, κινούμαι, σάλος, ταραχή, κινώ, κίνησης, πρότασης, κινήσεως
Beweging στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beweegreden στα ελληνικά - αιτία, έδαφος, παρακίνηση, αιτιολογία, λόγος, χρειάζομαι, κίνητρο, ...
  • bewegen στα ελληνικά - επηρεάζω, κίνηση, αγγίζω, μετακομίζω, ορμή, σύγκρουση, κινώ, ...
  • bewegingloos στα ελληνικά - ακίνητος, αδρανής, ακίνητο, ακίνητη, ακίνητοι, ακίνητα
  • beweren στα ελληνικά - κρατίδιο, κράτος, υποστηρίζω, διεκδικώ, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Beweging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλεύω, πτερυγίζω, γνέφω, ανακατεύω, ντόρος, πρόταση, μετακομίζω, κίνημα, φασαρία, αναστάτωση, ενόχληση, κίνηση, κινούμαι, σάλος, ταραχή, κινώ, κίνησης, πρότασης, κινήσεως