Bezoek στα ελληνικά
Μετάφραση: bezoek, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιθεώρηση, επίσκεψη, επισκέπτομαι, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Μεταφράσεις
- bezittingen στα ελληνικά - τιμαλφή, περιουσία, κατοχές, υπάρχοντά, κτήσεις, τα υπάρχοντά, περιουσίας
- bezoedelen στα ελληνικά - λεκιάζω, κηλίδα, θαμπώνω, ξεθωριάζω, αμαυρώσει, να αμαυρώσει, αμαυρώσει τη
- bezoeken στα ελληνικά - βλέπω, επισκέπτομαι, επίσκεψη, να, για να, σε, για, ...
- bezoeker στα ελληνικά - επισκέπτης, επισκέπτη, επισκεπτών, επισκέπτες
Τυχαίες λέξεις
Bezoek στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιθεώρηση, επίσκεψη, επισκέπτομαι, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Μεταφράσεις: επιθεώρηση, επίσκεψη, επισκέπτομαι, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη