Bezwering στα ελληνικά
Μετάφραση: bezwering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρκος, ξόρκι, επωδή, μαγικό άσμα, εξορκισμού, επωδοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezwaar στα ελληνικά - ενοχλώ, διαμαρτύρομαι, ταλαιπωρία, δυσκολία, μπελάς, δυσχέρεια, αντίρρηση, ...
- bezweren στα ελληνικά - ορκίζομαι, εξορκίζω, ξορκίσει, ξορκίσουν, εξορκίσουν, εξορκίσουμε
- bezwijken στα ελληνικά - υποκύπτω, υποκύψει, υποκύπτουν, υποκύψουν, υποκύψουμε
- bezwijmen στα ελληνικά - λιποθυμία, Λιποθυμώ, λιποθυμούν, Swoon, λιποθυμώ για
Τυχαίες λέξεις
Bezwering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρκος, ξόρκι, επωδή, μαγικό άσμα, εξορκισμού, επωδοί
Μεταφράσεις: όρκος, ξόρκι, επωδή, μαγικό άσμα, εξορκισμού, επωδοί