Bijeenkomst στα ελληνικά
Μετάφραση: bijeenkomst, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμέτρηση, συναρμολόγηση, συγκέντρωση, σύναξη, συνάντηση, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, εκπλήρωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bijeenbrengen στα ελληνικά - μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, περισυλλέγω, ενοποιώ, μαζεύω, συνενώνω, συγκεντρώσει, ...
- bijeenkomen στα ελληνικά - συναρμολογώ, συναθροίζω, Γνώρισε, Γνωρίστε, πληρούν, συναντήστε, συναντώνται
- bijeenpassen στα ελληνικά - εναρμονίζω, ταιριάζουν μεταξύ τους, ταιριάζουν μεταξύ, ταιριάζουν μαζί, εφαρμόζουν μεταξύ, εφαρμόζουν μεταξύ τους
- bijeenroepen στα ελληνικά - συγκαλεί, συγκαλέσει, σύγκληση, συγκαλέσουν, να συγκαλέσει
Τυχαίες λέξεις
Bijeenkomst στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμέτρηση, συναρμολόγηση, συγκέντρωση, σύναξη, συνάντηση, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, εκπλήρωση
Μεταφράσεις: αναμέτρηση, συναρμολόγηση, συγκέντρωση, σύναξη, συνάντηση, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, εκπλήρωση