Bijtend στα ελληνικά
Μετάφραση: bijtend, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραχύς, καυστικός, μυτερός, οξυδερκής, αιφνίδιος, σαρκαστικός, μακάβριος, κοφτερός, διαβρωτικός, διαβρωτικές, διαβρωτικά, διαβρωτικό, διαβρωτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bijtellen στα ελληνικά - προσθέτω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δάγκωμα, δαγκώσουν, να δαγκώσει
- bijten στα ελληνικά - δαγκώνω, δάγκωμα, τσίμπημα, να δαγκώσει, να δαγκώσουν, να δαγκώνουν, να δαγκώνει, ...
- bijval στα ελληνικά - ευλογία, επευφημία, παραδοχή, έγκριση, αναγνώριση, acclaim, επευφημίες
- bijvoeglijk στα ελληνικά - επιθετικός, επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
Τυχαίες λέξεις
Bijtend στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραχύς, καυστικός, μυτερός, οξυδερκής, αιφνίδιος, σαρκαστικός, μακάβριος, κοφτερός, διαβρωτικός, διαβρωτικές, διαβρωτικά, διαβρωτικό, διαβρωτική
Μεταφράσεις: τραχύς, καυστικός, μυτερός, οξυδερκής, αιφνίδιος, σαρκαστικός, μακάβριος, κοφτερός, διαβρωτικός, διαβρωτικές, διαβρωτικά, διαβρωτικό, διαβρωτική