Καυστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: καυστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijtend, zuur, snol, verzengend, verzengende, torrid, vurige, hartstochtelijke
Καυστικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καυστικός

καυστικόσ αγγλικα, καυστικός συνώνυμο, καυστικός πόνος, καυστικός συνώνυμα, καυστικός σημασία, καυστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καυστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καυσαέριο στα ολλανδικά - uitwaseming, uitwasemen, damp, rook, uitlaatgassen, uitlaatgas, rookgas, ...
  • καυστήρας στα ολλανδικά - warmwaterketel, stoomketel, ketel, brander, pits, de brander, branders
  • καυτερός στα ολλανδικά - brandend, verbranding, branden, brandende, verbranden
  • καυτηριάζω στα ολλανδικά - schoroeien, verdroogd, dor, schroeiplaten, Sear
Τυχαίες λέξεις
Καυστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bijtend, zuur, snol, verzengend, verzengende, torrid, vurige, hartstochtelijke