Bijval στα ελληνικά
Μετάφραση: bijval, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλογία, επευφημία, παραδοχή, έγκριση, αναγνώριση, acclaim, επευφημίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bijten στα ελληνικά - δαγκώνω, δάγκωμα, τσίμπημα, να δαγκώσει, να δαγκώσουν, να δαγκώνουν, να δαγκώνει, ...
- bijtend στα ελληνικά - τραχύς, καυστικός, μυτερός, οξυδερκής, αιφνίδιος, σαρκαστικός, μακάβριος, ...
- bijvoeglijk στα ελληνικά - επιθετικός, επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
- bijvrouw στα ελληνικά - παλλακίδα, παλλακίδα του, παλλακή, την παλλακίδα, την παλλακίδα του
Τυχαίες λέξεις
Bijval στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλογία, επευφημία, παραδοχή, έγκριση, αναγνώριση, acclaim, επευφημίες
Μεταφράσεις: ευλογία, επευφημία, παραδοχή, έγκριση, αναγνώριση, acclaim, επευφημίες