Έγκριση στα ολλανδικά

Μετάφραση: έγκριση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanbeveling, fiat, bijval, goedkeuring, toejuiching, acclamatie, de goedkeuring, toestemming, erkenning, goedgekeurd
Έγκριση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έγκριση

έγκριση περιβαλλοντικών όρων, έγκριση αρχαιολογίας για οικοδομές, έγκριση κοινωνικού μερίσματος, έγκριση αίτησης κοινωνικού μερίσματος, έγκριση δόμησης, έγκριση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έγκριση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έγκλημα στα ολλανδικά - criminaliteit, misdaad, misdrijf, misdrijven, van criminaliteit
  • έγκλιση στα ολλανδικά - gemoedsgesteldheid, stemming, sfeer, gemoedstoestand, moreel, humeur, mood
  • έγκυος στα ολλανδικά - drachtig, zwanger, zwangere, zwangerschap, zwanger bent
  • έγκυρος στα ολλανδικά - geldig, geldige, geldt, gelden, geldig is
Τυχαίες λέξεις
Έγκριση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanbeveling, fiat, bijval, goedkeuring, toejuiching, acclamatie, de goedkeuring, toestemming, erkenning, goedgekeurd