Bindend στα ελληνικά

Μετάφραση: bindend, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχρεωτικός, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Bindend στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • binair στα ελληνικά - δυαδικός, δυαδικό, δυαδική, δυαδικά, δυαδικών, δυαδικές
  • binden στα ελληνικά - δένω, πεδικλώνω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, ...
  • binding στα ελληνικά - συγκολλώ, συνδέω, δεσμός, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ομολόγου
  • binnen στα ελληνικά - μέσα, σε, κάθε, ανά, εντός, κατά, στο, ...
Τυχαίες λέξεις
Bindend στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχρεωτικός, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς