Binnenlopen στα ελληνικά
Μετάφραση: binnenlopen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαίνω, εισέρχομαι, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- binnenlaten στα ελληνικά - αναγνωρίζω, αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι, εισάγω, ας, αφήστε, ...
- binnenleiden στα ελληνικά - πληροφορώ, εισάγω, γνωρίζω, συστήνω, παρών, δώρο, παρουσιάζω, ...
- binnenplaats στα ελληνικά - δικαστήριο, ερωτοτροπώ, προαύλιο, αυλή, αυλής, στην αυλή
- binnenrukken στα ελληνικά - εισβάλλω, εισβάλουν, εισβάλλουν, εισβάλει, εισβάλλει, εισβολή
Τυχαίες λέξεις
Binnenlopen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαίνω, εισέρχομαι, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την
Μεταφράσεις: μπαίνω, εισέρχομαι, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την