Binnenplaats στα ελληνικά
Μετάφραση: binnenplaats, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαστήριο, ερωτοτροπώ, προαύλιο, αυλή, αυλής, στην αυλή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- binnenleiden στα ελληνικά - πληροφορώ, εισάγω, γνωρίζω, συστήνω, παρών, δώρο, παρουσιάζω, ...
- binnenlopen στα ελληνικά - μπαίνω, εισέρχομαι, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την
- binnenrukken στα ελληνικά - εισβάλλω, εισβάλουν, εισβάλλουν, εισβάλει, εισβάλλει, εισβολή
- binnenste στα ελληνικά - μέσα, καρδιά, οφθαλμός, μέση, εσωτερικός, μάτι, μεσαίος, ...
Τυχαίες λέξεις
Binnenplaats στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαστήριο, ερωτοτροπώ, προαύλιο, αυλή, αυλής, στην αυλή
Μεταφράσεις: δικαστήριο, ερωτοτροπώ, προαύλιο, αυλή, αυλής, στην αυλή