Δικαστήριο στα ολλανδικά
Μετάφραση: δικαστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huldebetoon, hulde, gerechtshof, rechtbank, gerechtsgebouw, erf, eerbetoon, hof, binnenplaats, vrijen, gerecht, scharrelen, balie, rechter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαστήριο
δικαστήριο των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικαστήριο ευρωπαϊκών κοινοτήτων, δικαστήριο κληρονομιάς, δικαστήριο της ευρωπαϊκής ένωσης, δικαστήριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δικαστήριο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δικαιώνω στα ολλανδικά - rechtvaardigen, verantwoorden, te rechtvaardigen, rechtvaardiging, rechtvaardigt
- δικανικός στα ολλανδικά - gerechtelijk, forensische, forensisch, gerechtelijke, de forensische
- δικαστής στα ολλανδικά - rechter, jurylid, keurmeester, oordelen, beoordelen
- δικαστικός στα ολλανδικά - gerechtelijk, rechterlijk, gerechtelijke, justitiële, rechterlijke
Τυχαίες λέξεις
Δικαστήριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: huldebetoon, hulde, gerechtshof, rechtbank, gerechtsgebouw, erf, eerbetoon, hof, binnenplaats, vrijen, gerecht, scharrelen, balie, rechter
Μεταφράσεις: huldebetoon, hulde, gerechtshof, rechtbank, gerechtsgebouw, erf, eerbetoon, hof, binnenplaats, vrijen, gerecht, scharrelen, balie, rechter