Bond στα ελληνικά
Μετάφραση: bond, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένωση, συνασπισμός, σωματειακός, συνέδριο, σχέση, ομοσπονδία, πρωτάθλημα, κατηγορία, σύσκεψη, Ένωσης, της Ένωσης, ΕΕ, ενώσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bon στα ελληνικά - εισιτήριο, κουπόνι, τοκομερίδιο, κουπονιού, τοκομεριδίου, τοκομεριδίων
- bonbon στα ελληνικά - ζαχαρωτό, Bonbon
- bondgenootschap στα ελληνικά - συμμαχία, συνασπισμός, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία
- bondig στα ελληνικά - συνοπτικός, περιεκτικός, συνοπτική, συνοπτικό, συνοπτικές
Τυχαίες λέξεις
Bond στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένωση, συνασπισμός, σωματειακός, συνέδριο, σχέση, ομοσπονδία, πρωτάθλημα, κατηγορία, σύσκεψη, Ένωσης, της Ένωσης, ΕΕ, ενώσεως
Μεταφράσεις: ένωση, συνασπισμός, σωματειακός, συνέδριο, σχέση, ομοσπονδία, πρωτάθλημα, κατηγορία, σύσκεψη, Ένωσης, της Ένωσης, ΕΕ, ενώσεως