Σωματειακός στα ολλανδικά

Μετάφραση: σωματειακός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
unie, eendracht, bond, vereniging, verbond, somateiakos
Σωματειακός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωματειακός

σωματειακός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σωματειακός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σωματίδιο στα ολλανδικά - deel, deeltje, item, jaartelling, partikel, deeltjes, deeltjesgrootte, ...
  • σωματείο στα ολλανδικά - samenleving, sociëteit, vereniging, genootschap, club, maatschappij, gemeenschap, ...
  • σωματικά στα ολλανδικά - stoffelijk, lichamelijk, lichamelijke, lichaamsfuncties, fysieke, de lichamelijke
  • σωματικός στα ολλανδικά - materieel, gewelddadig, lichamelijk, fysisch, fysiek, fysieke, fysische
Τυχαίες λέξεις
Σωματειακός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: unie, eendracht, bond, vereniging, verbond, somateiakos