Botsing στα ελληνικά

Μετάφραση: botsing, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγωνίζομαι, μάχη, σύγκρουση, σουξέ, αγώνας, χτυπώ, βαρώ, σύγκρουσης, συγκρούσεων, συγκρούσεως, πρόσκρουσης
Botsing στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • boter στα ελληνικά - βούτυρο, βουτύρου, το βούτυρο, του βουτύρου, βούτυρο που
  • botsen στα ελληνικά - χτυπώ, απεργία, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
  • botten στα ελληνικά - πρωτοεμφανίζομαι, μπουμπούκι, οστά, τα οστά, οστών, κόκαλα, κόκκαλα
  • botweg στα ελληνικά - απότομα, κοφτά, ρητώς, ρητά, κατηγορηματικά, απερίφραστα, κατηγορηματική
Τυχαίες λέξεις
Botsing στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγωνίζομαι, μάχη, σύγκρουση, σουξέ, αγώνας, χτυπώ, βαρώ, σύγκρουσης, συγκρούσεων, συγκρούσεως, πρόσκρουσης