Cement στα ελληνικά

Μετάφραση: cement, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπετό, τσιμέντο, λάσπη, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας
Cement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • celebreren στα ελληνικά - εορτάζω, γιορτάζω, γιορτάσουν, γιορτάσουμε, γιορτάσει, γιορτάζουν
  • cello στα ελληνικά - τσέλο, βιολοντσέλο, βιολοντσέλου, τσέλλο, βιολοντσέλλο
  • censureren στα ελληνικά - λογοκρίνω, λογοκριτής, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
  • centimeter στα ελληνικά - εκατοστόμετρο, εκατοστό, εκατοστών, εκατοστού, εκατοστά
Τυχαίες λέξεις
Cement στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπετό, τσιμέντο, λάσπη, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας