Λάσπη στα ολλανδικά
Μετάφραση: λάσπη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
modder, slijk, drek, cement, slik, slib, de modder, lemen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λάσπη
λάσπη στη χολή συμπτώματα, λάσπη από τη νεκρά θάλασσα, λάσπη στη χολή διατροφή, λάσπη συνώνυμα, λάσπη στη χοληδόχο κύστη, λάσπη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λάσπη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λάρνακα στα ολλανδικά - heiligdom, schrijn, tempel, shrine, altaar
- λάσκος στα ολλανδικά - afhelpen, verlossen, rul, loslaten, bevrijden, mul, Laskos
- λάστιχο στα ολλανδικά - luchtband, pneumatiek, band, rubber, rubberen, van rubber
- λάφυρα στα ολλανδικά - buit, bederft, verwent, roof, oorlogsbuit
Τυχαίες λέξεις
Λάσπη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: modder, slijk, drek, cement, slik, slib, de modder, lemen
Μεταφράσεις: modder, slijk, drek, cement, slik, slib, de modder, lemen