Τσιμέντο στα ολλανδικά

Μετάφραση: τσιμέντο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cement, van cement, cement-
Τσιμέντο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιμέντο

τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο άμμος αναλογία, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο και σκυρόδεμα, τσιμέντο αναλογίες, τσιμέντο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τσιμέντο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τσιγκούνης στα ολλανδικά - schraal, vrekkig, schraperig, gemiddeld, mager, inhalig, betekenen, ...
  • τσιλιαδόρος στα ολλανδικά - schildwacht, uitzicht, kijk, uitkijk, kijk uit, Lookout, uitkijkpost, ...
  • τσιμπίδα στα ολλανδικά - knijper, schaar, kniptang, knijptang, ijzerdraadschaar, tangen
  • τσιμπιδάκι στα ολλανδικά - hairgrip
Τυχαίες λέξεις
Τσιμέντο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: cement, van cement, cement-