Certificeren στα ελληνικά
Μετάφραση: certificeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιώ, μαρτυρώ, πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ceremoniemeester στα ελληνικά - τελετάρχης, κύριος των τελετών, τελετάρχη, ο τελετάρχης, τελετάρχη τους επικεφαλής
- certificaat στα ελληνικά - κατάθεση, πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
- cessie στα ελληνικά - εγκατάλειψη, εκχώρηση, παραχώρηση, εκχώρησης, Εκχώρηση τμήματος, υπό ένταξη
- champagne στα ελληνικά - σαμπάνια, σαμπάνιας, με σαμπάνια, τη σαμπάνια
Τυχαίες λέξεις
Certificeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, μαρτυρώ, πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, μαρτυρώ, πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό