Charge στα ελληνικά
Μετάφραση: charge, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιαιοπραγία, επίθεση, επιτίθεμαι, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει
Μεταφράσεις
- chaperonneren στα ελληνικά - ιπποκόμος, τσιφλικάς, συνοδός, συνοδεύω, εξειδικευμένου συνοδού, chaperon, εξειδικευμένου συνοδού της
- chapiter στα ελληνικά - κεφάλαιο, κεφαλαίου, το κεφάλαιο, του κεφαλαίου, κεφάλαιο αυτό
- chargeren στα ελληνικά - παραλέω, υπερβάλλω, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει
- charitatief στα ελληνικά - φιλάνθρωπος, φιλανθρωπικές, φιλανθρωπικούς, φιλανθρωπικών, φιλανθρωπικά, φιλανθρωπικό
Τυχαίες λέξεις
Charge στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιαιοπραγία, επίθεση, επιτίθεμαι, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει
Μεταφράσεις: βιαιοπραγία, επίθεση, επιτίθεμαι, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει