Corrigeren στα ελληνικά
Μετάφραση: corrigeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαίωμα, σωστός, δεξιός, διορθώνω, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
Μεταφράσεις
- correspondentie στα ελληνικά - αλληλογραφία, αλληλογραφίας, αντιστοιχία, η αλληλογραφία, την αλληλογραφία
- corresponderen στα ελληνικά - συμφωνώ, αντιστοιχώ, ανταποκρίνομαι, αντιστοιχούν, αντιστοιχεί, ανταποκρίνεται, ανταποκρίνονται, ...
- corroderen στα ελληνικά - διαβρώνουν, διαβρώσουν, διαβρωθούν, διαβρώσει, διαβρώνονται
- corrosie στα ελληνικά - διάβρωση, στη διάβρωση, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης
Τυχαίες λέξεις
Corrigeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαίωμα, σωστός, δεξιός, διορθώνω, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
Μεταφράσεις: δικαίωμα, σωστός, δεξιός, διορθώνω, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή