Crisis στα ελληνικά

Μετάφραση: crisis, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κεσάτι, ύφεση, πέφτω, καταρρέω, κατάθλιψη, σωριάζομαι, κρίση, κρίσης, κρίσεων, των κρίσεων, της κρίσης
Crisis στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • criminaliteit στα ελληνικά - έγκλημα, εγκληματικότητα, εγκληματικότητας, αξιοποίνου, της εγκληματικότητας, αξιόποινου
  • crimineel στα ελληνικά - εγκληματίας, εγκληματικός, ποινικές, ποινικής, ποινικών, ποινική
  • criterium στα ελληνικά - κριτήριο, μέτρο, μετρώ, κριτηρίου, το κριτήριο, κριτήριο της, κριτήριο που
  • croquethamer στα ελληνικά - κόπανος, ξύλινο σφυρί, σφυρί, σφύρα, ματσόλα
Τυχαίες λέξεις
Crisis στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κεσάτι, ύφεση, πέφτω, καταρρέω, κατάθλιψη, σωριάζομαι, κρίση, κρίσης, κρίσεων, των κρίσεων, της κρίσης