Cureren στα ελληνικά

Μετάφραση: cureren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνίζω, θεραπεύω, παστώνω, αλατίζω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση
Cureren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cultuur στα ελληνικά - πολιτισμός, κουλτούρα, καλλιέργεια, πολιτισμού, πολιτισμό
  • cup στα ελληνικά - κύπελλο, φλιτζάνι, κούπα, φλυτζάνι, κυπέλλου
  • curieus στα ελληνικά - παράξενος, γραφικός, ενδιαφέρων, περίεργος, περιέργεια, δείτε, περίεργοι, ...
  • cursor στα ελληνικά - κέρσορας, δρομέας, δρομέα, κέρσορα, δείκτη
Τυχαίες λέξεις
Cureren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνίζω, θεραπεύω, παστώνω, αλατίζω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση