Dam στα ελληνικά

Μετάφραση: dam, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φράγμα, ρήγας, φραγμός, τάφρος, βασιλιάς, βασίλισσα, φράγματος, του φράγματος, μητέρα
Dam στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dalen στα ελληνικά - μαρασμός, κλίνω, μείωση, ξεπεσμός, προσγειώνω, προσγειώνομαι, έδαφος, ...
  • daling στα ελληνικά - προσγείωση, πλατύσκαλο, μείωση, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, ...
  • dame στα ελληνικά - κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
  • damp στα ελληνικά - καπνίζω, καπνός, αχνίζω, καταχνιά, καυσαέριο, αχλή, πούσι, ...
Τυχαίες λέξεις
Dam στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φράγμα, ρήγας, φραγμός, τάφρος, βασιλιάς, βασίλισσα, φράγματος, του φράγματος, μητέρα