Τάφρος στα ολλανδικά

Μετάφραση: τάφρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dam, groeve, gracht, sloot, afsluiting, kuil, greppel, groef, slotgracht, moat, grachten, vestinggracht
Τάφρος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τάφρος

τάφρος κέρμαντεκ, τάφρος μαριάννα, τάφρος του κέρμαντεκ, τάφρος συνώνυμα, ταφρος των μαριανών, τάφρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τάφρος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τάση στα ολλανδικά - neiging, trend, stroming, zin, aanvechting, strekking, richting, ...
  • τάφος στα ολλανδικά - graf, bedenkelijk, ernstig, groeve, ernstige, het graf, zware
  • τέλεια στα ολλανδικά - strikt, zeker, volstrekt, beslist, absoluut, vooral, bepaald, ...
  • τέλειος στα ολλανδικά - zuiver, rein, volkomen, volmaakt, perfect, louter, onvermengd, ...
Τυχαίες λέξεις
Τάφρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dam, groeve, gracht, sloot, afsluiting, kuil, greppel, groef, slotgracht, moat, grachten, vestinggracht