Dapperheid στα ελληνικά

Μετάφραση: dapperheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενναιότητα, θάρρος, ανδρεία, την ανδρεία, ικανότητα, ανδρείας, δεξιότητα
Dapperheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • danspartij στα ελληνικά - κουβάρι, μπάλα, χορεύω, χορός, χορού, χορό, το χορό, ...
  • dapper στα ελληνικά - τόλμη, τόλμημα, γενναίος, θαρραλέος, γενναία, γενναίοι, γενναίο, ...
  • darm στα ελληνικά - έντερο, εντέρου, έντερα, του εντέρου, το έντερο
  • dartel στα ελληνικά - τρέλες, εύθυμος, ευθυμία, διασκέδαση, παιχνιδιάρικος, ζωηρός, παιχνιδιάρη, ...
Τυχαίες λέξεις
Dapperheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενναιότητα, θάρρος, ανδρεία, την ανδρεία, ικανότητα, ανδρείας, δεξιότητα