Γενναιότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: γενναιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dapperheid, lef, durf, moed, de moed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενναιότητα
γενναιότητα συνωνυμα, γενναιότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γενναιότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γενναιόδωρα στα ολλανδικά - royaal, gul, genereus, edelmoedig, rijkelijk
- γενναιόδωρος στα ολλανδικά - gul, genereus, goedgeefs, mild, vrijgevig, scheutig, royaal, ...
- γεννητικός στα ολλανδικά - seksueel, generatief, generatieve, de generatieve, voortbrengende, generative
- γεννοβολώ στα ολλανδικά - opkweken, kikkerdril, opfokken, voortbrengen, kuit, creëren, viskuit, ...
Τυχαίες λέξεις
Γενναιότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dapperheid, lef, durf, moed, de moed
Μεταφράσεις: dapperheid, lef, durf, moed, de moed