Θάρρος στα ολλανδικά
Μετάφραση: θάρρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lef, durf, dapperheid, moed, de moed, moed hebben, moedig, durven
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θάρρος
θάρρος συνώνυμα, θάρρος κοζάνης, θάρρος αγγελίες, θάρρος καλαμάτας, θάρρος ή αλήθεια ερωτήσεις, θάρρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θάρρος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- θάμνος στα ολλανδικά - struik, heester, Bush, van Bush, bus
- θάνατος στα ολλανδικά - versterf, dood, sterfgeval, verscheiden, overlijden, de dood, death, ...
- θέαμα στα ολλανδικά - aantrekkelijkheid, zicht, gezicht, aanblik, vizier, schouwspel
- θέατρο στα ολλανδικά - schouwburg, theater, toneel, vinden, het theater
Τυχαίες λέξεις
Θάρρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lef, durf, dapperheid, moed, de moed, moed hebben, moedig, durven
Μεταφράσεις: lef, durf, dapperheid, moed, de moed, moed hebben, moedig, durven