Decreet στα ελληνικά

Μετάφραση: decreet, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγέλλω, εντολή, παραγγελία, διάταγμα, θεσπίζω, προσταγή, θέσπισμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Decreet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • decoratie στα ελληνικά - στολισμός, διακόσμηση, διακόσμησης, τη διακόσμηση, διάκοσμο, διακοσμήσεων
  • decoreren στα ελληνικά - κοσμώ, στολίζω, καλλωπίζω, διακοσμώ, λουσάρω, διακοσμούν, διακοσμήσετε, ...
  • decreteren στα ελληνικά - θεσπίζω, θέσπισμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
  • deduceren στα ελληνικά - περισυλλέγω, μαζεύω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάγω, συμπεραίνω, συναγάγει, ...
Τυχαίες λέξεις
Decreet στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγέλλω, εντολή, παραγγελία, διάταγμα, θεσπίζω, προσταγή, θέσπισμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που