Deken στα ελληνικά
Μετάφραση: deken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκεπάζω, κουβέρτα, καλύπτω, κοσμήτορας, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- degraderen στα ελληνικά - καθαιρώ, εξευτελίζω, εκφαυλίζω, υποβαθμίζω, υποβαθμίσει, υποβαθμίζουν, να υποβαθμίσει, ...
- dek στα ελληνικά - κατάστρωμα, καταστρώματος, τράπουλα, γέφυρα, θάλαμο
- dekken στα ελληνικά - καλύπτω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
- dekmantel στα ελληνικά - μανδύας, κάπα, μανδύα, επενδύτη, τον μανδύα
Τυχαίες λέξεις
Deken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκεπάζω, κουβέρτα, καλύπτω, κοσμήτορας, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα
Μεταφράσεις: σκεπάζω, κουβέρτα, καλύπτω, κοσμήτορας, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα